- υπερθιγής
- -ές, Α(κατά το λέξ. Σούδα) υπερήφανος, αλαζόνας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + -θιγής (< θίγω, θιγγάνω «αγγίζω, ακουμπώ»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερθιγῶν — ὑπερθιγής masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)